- πετηλώδης
- πετηλώδης, ες,A like a leaf, worn thin,
ὀβολός Eust.136.12
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀβολός Eust.136.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πετηλώδης — ες, Α [πέτηλον / πέταλον] (για νόμισμα) ο λεπτός σαν φύλλο … Dictionary of Greek
πετηλώδεις — πετηλώδης like a leaf masc/fem acc pl πετηλώδης like a leaf masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)